- Τοσκανός
- ο, θηλ. Τοσκανή Ν [Τοσκάνη]ο κάτοικος τής Τοσκάνης ή αυτός που κατάγεται από την Τοσκάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σόφιτσι, Αρντένγκο — (Soffici). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης και συγγραφέας (Ρινιάνο στον Άρνο 1879 Βικτωρία Απουάνα 1964). Παρακολούθησε τα μαθήματα της ελεύθερης σχολής του γυμνού στην Ακαδημία της Φλωρεντίας και αργότερα, 1899 1907 πήγε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή… … Dictionary of Greek